νεοδάκρῡτος

νεοδάκρῡτος
νεο-δάκρῡτος, frisch weinend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεοδάκρυτος — νεοδάκρυτος, ον (Α) αυτός που δάκρυσε πρόσφατα …   Dictionary of Greek

  • νεοδάκρυτοι — νεοδάκρυτος weeping afresh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοστάλυξ — νεοστάλυξ, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεοδάκρυτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στάλυξ* «σταλαγμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”